- αμελούμαι
- αμελούμαι, αμελήθηκα, αμελημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ημελημένως — ἠμελημένως (Α) επίρρ. με αμέλεια, χωρίς φροντίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. ημελημένος τού αμελούμαι] … Dictionary of Greek